- αμφοτερόγλωσσος
- ἀμφοτερόγλωσσος, -ον (Α)αυτός που μιλάει με δύο τρόπους για το ίδιο πράγμα (ειπώθηκε για τον Ζήνωνα τον Ελεάτη).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + -γλωσσος < γλῶσσα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφοτερόγλωσσος — speaking both ways masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτερόγλωσσον — ἀμφοτερόγλωσσος speaking both ways masc/fem acc sg ἀμφοτερόγλωσσος speaking both ways neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτερογλώσσοιο — ἀμφοτερόγλωσσος speaking both ways masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτερογλώσσου — ἀμφοτερόγλωσσος speaking both ways masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ἀμφοτερογλώττοιο — ἀμφοτερογλώσσοιο , ἀμφοτερόγλωσσος speaking both ways masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЗЕНОН ЭЛЕЙСКИЙ — [греч. Ζήνων ὁ ᾿Ελεάτης] (V в. до Р. Х.), древнегреч. философ, представитель философской элейской школы, ученик Парменида, создатель знаменитых «апорий Зенона». Жизнь и сочинения Точная дата рождения З. Э. неизвестна. По свидетельству Диогена… … Православная энциклопедия